Κουρέων

Κουρέων
Κουρέων και Κουρηϊών, -ῶνος, ὁ (Α)
ονομασία ενός μήνα στη Μαγνησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούρειον + κατάλ. -ών (που απαντά συχνά σε ονομασίες μηνών), πρβλ. Καλαμαι-ών, Ληναι-ών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουρέων — ἐπικουρέω to be an pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κόρη girl fem gen pl (epic ionic) κούρεος masc gen pl κουρά cropping fem gen pl (attic epic ionic) κουρεύς barber masc gen pl κουρέω̆ν , κουρεύς barber masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Κουρηϊών — Κουρηϊών, ῶνος, ὁ (Α) βλ. Κουρεών …   Dictionary of Greek

  • Ποσιδηϊών — και αττ. τ. Ποσειδεών, ῶνος, και Ποσιδεών και αιολ. τ. Ποσιδάων, ὁ, Α ο έκτος μήνας τού αττικού ημερολογίου και τών ημερολογίων μερικών ιωνικών πόλεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσιδήϊος / Ποσιδάϊος + επίθημα ών (πρβλ. Κουρηϊ ών / Κουρεών)] …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • Παρέ, Αμβρόσιος — (Parιé Ambroise, Μπουργκ Ερσέν 1517 – Παρίσι 1590). Γάλλος χειρουργός της Αναγέννησης. Δεν είχε ακαδημαϊκή μόρφωση και ανήκε στη συντεχνία των κουρέων. Το 1563 έγινε χειρουργός του βασιλιά και διευθυντής του χειρουργικού τμήματος στο νοσοκομείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”